Αυτή την χρονιά θα γνωρίσουμε μερικούς Έλληνες Λογοτέχνες. Θα αρχίζουμε με τον Νίκο Καζαντζάκη ο οποίος είναι ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες συγγραφείς γιατί δημιούργησε ένα τεράστιο έργο που διαβάστηκε και αγαπήθηκε πολύ από Ἐλλληνες και ξένους αναγνώστες.
Λίγα λόγια για τον Νίκο Καζαντζάκη (1883-1957) : Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και σπούδασε Νομικά στην Αθήνα. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι και ήταν από τους πιο πολυταξιδεμένους Έλληνες πνευματικούς ανθρώπους. Το έργο του είναι πλούσιο και απλώνεται σε πολλούς τομείς: θέατρο, ποίηση, δοκίμιο, ταξιδιωτικά, μυθιστόρημα, μεταφράσεις, φιλοσοφία. Μερικά από τα κυριότερα έργα του είναι: Οδύσσεια, ο Αλέξης Ζορμπάς, και ο Καπετάν Μιχάλης.
Ο Καζαντζάκης είναι γνωστός στον περισσότερο κόσμο από το έργο του «Αλέξης Ζορμπάς» που κατόπιν γυρίστηκε και σε ταινία.
Σαν φόρο τιμής προς τον μεγάλο μας συγγραφέα θα διαβάσουμε ένα μικρό κομμάτι από το έργο του που αναφέρεται στην πρώτη μέρα της σχολικής του ζωής, που ίσως να είναι κάπως ίδια με την δική σας πρώτη μέρα στο σχολείο.
Στο κείμενο που ακολουθεί, ο συγγραφέας Νίκος Καζαντάκης θυμάται με συγκίνηση τον πρώτο καιρό που πήγε στο Δημοτικό και ιδιαίτερα την πρώτη πρώτη μέρα, που ο πατέρας του κρατώντας τον απ΄το χέρι τον οδήγησε στο σχολείο και τον παρέδωσε στο δάσκαλο.
Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ΄εναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσόσταυρουλάκι της βάφτισης μου στο λαιμό.
«Με την ευκή του θεού και με την ευκή μου» μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.
΄Ημουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάδι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν σφηνομένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αι-Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ΄ ένα παλιό χτίρι, με μιά φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές και ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε, τινάχτηκα. Ποτέ δε θυμόμουν μα μ΄έχει χαδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηκε πίσω το χέρι του.
«Εδώ θα μάθεις γράμματανα γίνεις άνθρωπος, κάμε στο σταυρό σου.» Αυτά είπε.
Ο δάσκαλος πρόλαβε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού να δώ αν έχει κέρατα. Μα δέν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
«Ετούτος είναι ο γιός μου» του ΄πε ο πατέρας μου.
Ξέπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.
«Το κρέας δικό σου τα κόκαλα δικά μου» του είπε. «Μην τονλυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.»
«’Εγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους» είπε ο δάσκαλος κι έδειξε την βίτσα του.
Μιά μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι, γυρίζοντας σπίτι, ρώτησα το πατέρα νου τι θα πεί πρωτοτόκια. Έκείνος έβηξε, έξησε το κεφάλι.
«Πήγαινε να φωνάξεις το θείο σου το Νικολάκη» μου είπε. Αυτός είχε βγάλει το Δημοτικό και ήταν ο πιό γραμματισμένος της οικογένειας, αδελφός της μητέρας μου.
Κοντορεβιθούλης, φαλακρός, με μεγάλα μάτια φοβισμένα, με τεράστια χέρια, όλο τρίχες.
«΄Ελα εδώ, του ‘πε ο πατέρας μου, του λόγου σου σπούδασες, εξήγα.»
‘Εσκυψαν κι οι δυό τους απάνω στο βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο.
«Πρωτοτόκια θα πεί κυνηγετική στολή, είπε ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου.
Μάζεψε τα φρύδια του, κι ο θείος μου λούφαξε.
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει.
«Τι θα πεί πρωτοτόκια;»
Πετάχτηκα: Κυνηγετική στολή!
«Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιός αγράμματος σου τις είπε;
Ο Πατέρας μου!
Ο δάσκαλος ζάρωσε, τον φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου που να του φέρει αντίρριση!